19 Απρ 2014

Λαϊκές εκφράσεις που προέρχονται από την εκκλησιαστική γλώσσα,

Απο το Απο το ιστολόγιο του καλού μου φίλου Νίκου Σαραντάκου

.Καλή Ανάσταση !

Επιμέλεια 
δημοσίευσε στοGianmarco Addimando
Μια και βρισκόμαστε καταμεσίς στη Μεγάλη Εβδομάδα, ταιριάζει να ασχοληθούμε με την επίδραση της εκκλησιαστικής γλώσσας στη φρασεολογία μας. Αν κοιτάξετε μια συλλογή ιδιωματικών ή παγιωμένων εκφράσεων (π.χ. το βιβλίο μου Λόγια του αέρα, για να κάνω και ρεκλάμα), θα δείτε ότι είναι πάρα πολλές οι λαϊκές εκφράσεις που προέρχονται από την εκκλησιαστική γλώσσα, πράγμα που οφείλεται στο ότι επί αιώνες όλος ο πληθυσμός εκκλησιαζόταν ταχτικά και οπωσδήποτε μέσα στη Μεγαλοβδομάδα. Όπως γράφει ο μεγάλος λαογράφος Δημ. Λουκάτος, στο άρθρο του “Οι ακολουθίες της Μεγ. Εβδομάδας και η επίδρασή τους στη νεοελληνική γλώσσα”, από το οποίο αντλώ αρκετά στοιχεία του άρθρου μου: Τα δώδεκα Ευαγγέλια και τα τροπάρια που ψάλλονται τη Μ. Εβδομάδα στην εκκλησία, έδωκαν στο λαό μας πολύ υλικό να πλουτίσει το λεξικό του. Είναι γνωστό πως ο κόσμος θέλει συχνά να λογιωτατίζει με αρχαϊκότερα ρητά, είτε για να στολίσει τις κουβέντες του, είτε για να τούς δώσει μεγαλύτερο κύρος. Και δανείζεται τότε λέξεις ή φράσεις ολόκληρες από κείμενα γνωστά, που έχουν πάρει κάποια επίσημη θέση στη συνείδησή του και που τα θεωρεί, χωρίς αμφιβολία, σοφά. Ο λαός μας, ιδίως στα χρόνια της σκλαβιάς του, έζησε πολύ μέσα στο περιβάλλον της εκκλησίας και του εντυπώθηκε βαθιά κάθε τι που του διηγήθηκαν τα βιβλία της, τα Ευαγγέλια κι οι Υμνωδίες. Η φρασεολογία τους, πλαισιωμένη από θρησκόληπτο μυστικισμό, έπαιρνε την αίγλη μιας ανώτερης γλώσσας, θεόπνευστης και σοφής. Έτσι, ο λαός μεταχειριζόταν στις συζητήσεις του φράσεις και λέξεις εκκλησιαστικές, που του έκαναν ρητορικότερη την ομιλία, έστω κι αν δεν καταλάβαινε πολλές φορές τη σημασία τους. Τις χρησιμοποίησε στην αρχή σα για να παίξει ή να δείξει κάποια εγκυκλοπαιδική κατάρτιση στους άλλους. Μα σιγά-σιγά, οι ξένες αυτές έννοιες αφομοιώθηκαν κι έγιναν μέλη οργανικά της νεοελληνικής γλώσσας. Παράδειγμα τέτοιας έκφρασης που δημιουργήθηκε από παρανόηση είναι η έκφραση “ζει/περνάει ζωή χαρισάμενη”. Γεννήθηκε από το δοξαστικό της Ανάστασης, ένα από τα γνωστότερα εκκλησιαστικά τροπάρια, που το ξέρω ακόμα κι εγώ: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος. Χάρισε ζωή σ’ αυτούς που βρίσκονται στα μνήματα. Χαρισάμενος, μετοχή του χαρίζομαι, που τότε σήμαινε «χαρίζω», αλλά σήμερα επιβιώνει με τη σημασία «μεροληπτώ υπέρ κάποιου, δείχνω εύνοια, υποχωρώ», όπως όταν λέμε π.χ. ότι κάποιος πέρασε χαριστικά τις εξετάσεις. Όπως εξηγεί ο Δ. Λουκάτος: Χαριτωμένες, όσο και αστείες, είναι μερικές παρεξηγήσεις που έκανε ο λαός σε ορισμένες φράσεις. Δεν κατάλαβε σε πολλές την έννοιά τους, και ή τις παραμόρφωσε ή τις μεταχειρίστηκε με άλλη έννοια. (…) Ανάλογη παρεξήγηση έγινε και στη φράση «ζωή χαρισάμενη», που είναι παρμένη από το Χριστός Ανέστη. Ο λαός πρόσεξε το «ζωή» και τις δυο πρώτες συλλαβές τού «χαρισάμενος» και βιάστηκε να δώσει την εξήγηση: ζωή γεμάτη χαρά. Λοιπόν, παρά το τρισχιλιετιλίκι μας, παρανοήσαμε την έννοια του «χαρισάμενος», το συσχετίσαμε με το «χαρά» και, αλλάζοντας το γένος, πλάσαμε το «ζωή χαρισάμενη». Πρόκειται ίσως για την πιο χαρακτηριστική από τις πάρα πολλές περιπτώσεις παρερμηνείας εκκλησιαστικών φράσεων. Η φράση είναι στερεότυπη, δηλαδή σπάνια βρίσκει κανείς το (επίθετο, πια) «χαρισάμενος» με τη σημασία «γεμάτος χαρά» να συνοδεύει άλλο ουσιαστικό –αν και έτσι το έχει χρησιμοποιήσει ο Ψυχάρης στο Ρόδα και μήλα, εξηγώντας το «νόστιμον ήμαρ» ως «μέρα χαρισάμενη» (Νόστιμον ήμαρ λέει ο Όμηρος· είναι η μέρα που ξαναβλέπει κανείς τους δικούς του. Είναι μια χαρισάμενη μέρα). Μια άλλη φορά θα γράψουμε άρθρο με τις εκφράσεις που γεννήθηκαν από παρερμηνεία εκκλησιαστικών κειμένων. Το σημερινό όμως άρθρο περιορίζεται σε εκφράσεις που οφείλονται στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, που είναι κι αυτές πολλές. * Για παράδειγμα, τη Μεγάλη Παρασκευή, “απάνω στην αγωνία του εκκλησιάσματος να βγει επιτέλους ο παπάς να κάμει την αποκαθήλωση και την περιφορά του Χριστού, αρχίζει ο ψάλτης το γνωστό τροπάρι Σε, τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον, που κρατάει ώρα πολλή. Το τροπάριο αυτό, που ψάλλεται αργά, προκαλεί φαίνεται κάποια δυσφορία παρά την έξοχη ποίησή του («εσύ που τυλίγεσαι το φως σαν ρούχο», παρμένη από τον Ψαλμό 103) κι έτσι ονομάστηκε “ο αναβαλλόμενος” και από εκεί προήλθε η έκφραση “του έψαλε τον αναβαλλόμενο”, δηλαδή τον επέπληξε αυστηρά και επί πολλή ώρα. * Για κάποιον που έχει μείνει φτωχός, μόνος και αβοήθητος, λέμε ότι έμεινε “επί ξύλου κρεμάμενος”. Η φράση προέρχεται από τον ύμνο της Μεγάλης Πέμπτης “Επί ξύλου, βλέπουσα, κρεμάμενον, Χριστέ, (…) η σέ ασπόρως τεκούσα εβόα πικρώς”. Ξύλο βέβαια είναι ο σταυρός, και στην εδραίωση της φράσης συνέβαλε και ο πασίγνωστός ύμνος “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας”. Ασφαλώς η εικόνα του εσταυρωμένου Ιησού, βασανισμένου, σχεδόν γυμνού, εγκαταλειμμένου, έρχεται στο νου πολλών όταν χρησιμοποιούν την έκφραση. * Από το ευαγγελικό «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ιωάν., 19.15) που φώναζαν οι Ιουδαίοι στον Πιλάτο για τον Ιησού, προέκυψε η έκφραση “άρον άρον”, που σημαίνει βιαστικά, χωρίς προετοιμασία ή με τη βία. Στη σημερινή χρήση επέχει θέση επιρρήματος, π.χ. τον πήρανε / τον έβγαλαν έξω / έτρεξα άρον άρον. Το άρον είναι προστατική αορίστου του ρήματος αίρω (παίρνω, σηκώνω). * Από ιδιόμελο της Μεγ. Παρασκευής έχει παρθεί η φράση “διά τον φόβον των Ιουδαίων” που τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε απλώς να υπαινιχθούμε τον λόγο που μας ανάγκασε να αποφύγουμε κάτι. Στη νεότερη χρήση, το λέμε κάποτε για να τονίσουμε ότι είμαστε και τυπικά εντάξει, ότι έχουμε πάρει τα μέτρα μας και για κάποιο όχι πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Η φράση και στο Ευαγγέλιο: «οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». * Για κάποιον που βασανίζεται με τη γραφειοκρατία πηγαίνοντας από τον ένα (αν)αρμόδιο στον άλλον για να διεκπεραιώσει μια υπόθεσή του λέμε ότι “τον έστειλαν από τον Άννα στον Καϊάφα”. Αρχή της είναι η ευαγγελική διήγηση για την απαγωγή του Ιησού προς τον Άννα, ο οποίος μετά τον παρέπεμψε στον γαμπρό του, τον αρχιερέα Καϊάφα («ἀπέστειλεν οὖν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα», Ιωάν., 18.24). * Για κάποιον που διαμαρτύρεται εντονότατα για μια απαράδεκτη κατάσταση, για την αθωότητά του ή για την αλήθεια των λεγομένων του, λέμε “διέρρηξε τα ιμάτιά του”. Κι αυτό από το Ευαγγέλιο (Ματθ., 26.65), όταν ο Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτια αυτού» ακούγοντας το, υποτίθεται βλάσφημο, «συ είπας» του Ιησού’ επρόκειτο για διαδεδομένη χειρονομία αγανάκτησης κατά την εποχή εκείνη. Και στη δημοτική: «σκίζει τα ρούχα του», με την ίδια σημασία. * Στην ακολουθία της Ανάστασης ακούγεται και η φράση “και ούτω βοήσωμεν”, πάνω στην οποία είναι φτιαγμένη η ευτράπελη φράση “εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν” που λέγεται από ή για κάποιον που αρνείται να εκτελέσει εργασία ή να προσφέρει υπηρεσία αν δεν εισπράξει πρώτα το αντίτιμο ή την αμοιβή. Η φράση πρέπει να ξεκίνησε από ιερέα που ζήτησε προκαταβολικά την πληρωμή της ιεροπραξίας. * Η παράκληση του ληστή επάνω στο σταυρό «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» προς τον εσταυρωμένο Ιησού (Λουκ., 23.42), δηλ. «θυμήσου με Κύριε», που ψάλλεται συχνά στην εκκλησία έδωσε το σημερινό επιφώνημα “Μνήσθητί μου κύριε!” που το χρησιμοποιούμε όχι ικετευτικά αλλά ως αναφώνηση αγανάκτησης, έσχατης απορίας ή κατάπληξης μπροστά σε κάτι παράλογο και εξωφρενικό. Κάποτε, ιδίως παλιότερα, ακούγεται και «μήστητι». (Να κάνω μια παρένθεση: όταν στις αρχές του 20ού αιώνα οι καθαρευουσιάνοι συκοφαντούσαν ή ειρωνεύονταν τους δημοτικιστές για υπαρκτές και κυρίως ανύπαρκτες ακρότητές τους, σαν τον υποτιθέμενο Κώτσο Παλιοκουβέντα (= Κωνσταντίνο Παλαιολόγο), διέδιδαν πως στη μετάφραση των Ευαγγελίων από τον Πάλλη η φράση αυτή έχει αποδοθεί, τάχα, “Θυμήσου με αφεντικό, όταν έρθεις στα πράματα”!). * Λέμε “γίνεται ανάστα ο Κύριος” όταν γίνεται μεγάλη σύγχυση, θόρυβος και ταραχή, επίσης για πολύ θορυβώδες γλέντι. Στην πρώτη Ανάσταση, στη λειτουργία του Μ. Σαββάτου, ο παπάς ψάλλει «Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γην» και αρχίζουν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες και να προσέρχονται οι πιστοί. Από εκεί η εικόνα του θορύβου και της οχλοβοής. Ακόμα και λέξεις μπήκαν σε λαϊκή χρήση επειδή ακούγονται σε ακολουθίες της Μεγαλοβδομάδας, όπως σπείρα, αργύρια ή κουστωδία. Και κάποτε ο λαός έπλασε λέξεις παρερμηνεύοντας κάποιο χωρίο. Παράδειγμα, η λέξη κηβουλήτης της κρητικής διαλέκτου, που είναι πολύ κακός χαρακτηρισμός. Προήλθε από το “ο δε παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι” που ακούγεται ως επωδός έξι τροπαρίων του Γ’ αντιφώνου της Μεγάλης Πέμπτης -το “ουκ ηβουλήθη”, όπως ψέλνεται, ακούστηκε σαν μια λέξη, κι έτσι πλάστηκε ο άτιμος, ο προδότης, ο κηβουλήτης!
Πηγή : 

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...