30 Μαρ 2014

Επισημάνσεις σε άρθρο για το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής

Αναδημοσιεύουμε και σχολιάζουμε σήμερα ένα ακόμη ενδιαφέρον άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία της 16/3. Θίγει το θέμα του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, για το οποίο δεν αναφέρεται τίποτα στα νομοσχέδια του ΥΠΕΚΑ, τόσο για την πώληση του ΑΔΜΗΕ όσο και για τη “μικρή” ΔΕΗ, λες και το κόστος δεν αφορά το ΥΠΕΚΑ.
Όπως σχολιάζει η “Ε” στον πρόλογο του άρθρου, “Η θεωρία λέει ότι οι «νέοι παίκτες» που θα προκύψουν από το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις εναλλακτικές μορφές παραγωγής ηλεκτρισμού θα μειώσουν την τιμή του ρεύματος. Η πραγματικότητα, όμως, θα αποδειχτεί μάλλον δυσάρεστη για όσους ασπάζονται -ή και προπαγανδίζουν- την παραπάνω θεωρία. Το άρθρο που ακολουθεί, εξηγεί το γιατί.”  

Εμείς βέβαια σας έχουμε ενημερώσει κατ’ επανάληψη για την αδιαφάνεια των χρεώσεων και το γδάρσιμο των καταναλωτών στην “απελευθερωμένη” αγορά ηλεκτρισμού της Βρετανίας και σας έχουμε εξηγήσει γιατί οι Γερμανοί καταναλωτές πληρώνουν 48% ακριβότερο ρεύμα απ’ το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Και τώρα επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε και να σχολιάσουμε κάποια θέματα που βάζει αυτό το άρθρο, επειδή δυο άνθρωποι, που έχουν ζήσει τη ΔΕΗ από μέσα και είχαν άμεση πρόσβαση σε όλα τα οικονομικά της μεγέθη, μιλάνε για την ουσία του θέματος, που είναι μία και μόνη: πώς θα έχουμε φθηνή ηλεκτρική ενέργεια.
Ακολουθεί το άρθρο και στη συνέχεια τα σχόλια:

ΑΓΟΡΑ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ – Γιατί δεν μειώνονται οι τιμές
Δ. Κ. Παπαμαντέλλος, τ. Διοικητής ΔΕΗ, Καθηγητής Πανεπ. Πατρών,
Κ. Γιωτόπουλος, Οικονομολόγος, τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. ΔΕΗ
Σε προηγούμενο άρθρο, είχαμε αναφερθεί στο μύθο, που, από τη 10ετΙα του ‘90, καλλιεργήθηκε και στην Ελλάδα, ότι το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού και η είσοδος στον κλάδο «νέων παικτών», θα έφερνε ανταγωνισμό, που θα οδηγούσε σε μειώσεις τιμών, προς όφελος του καταναλωτή.
Μέχρι τώρα, «νέους παίκτες» είδαμε. Μειώσεις τιμών δεν είδαμε. Αντίθετα, κατά καιρούς, από σχετικούς και από λιγότερο σχετικούς, προωθούνταν ιδέες για περαιτέρω ενίσχυση της χρήσης φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή, καθώς και για την ανάγκη εγκατάστασης γιγαντιαίων φωτοβολταϊκών πάρκων. Για κόστος και για τιμές, πολύ περιορισμένη συζήτηση γίνεται.
Το Κόστος
Στην παραγωγή ηλεκτρισμού, οι καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του κόστους είναι το κόστος καυσίμου και το κόστος κεφαλαίου. Το κόστος εργασίας έχει μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παραγωγής. Το κόστος του λιγνίτη, που αποτελεί το καύσιμο των λιγνιτικών σταθμών, είναι χαμηλό και κυρίως ελέγξιμο, προβλέψιμο και ελάχιστα επηρεαζόμενο από απρόβλεπτους παράγοντες, γεωπολιτικής ή άλλης φύσεως.
Με αυτό το χαμηλό και ελεγχόμενο κόστος καυσίμου, εάν ο ιδιοκτήτης του λιγνιτικού σταθμού, αποδεχθεί να ανακτήσει το κεφάλαιο που επένδυσε σε 25 χρόνια και συμφωνήσει και σε μια λογική απόδοση του κεφαλαίου του, δεδομένου ότι λειτουργεί σε έναν ασφαλή κλάδο με σχεδόν αμελητέο risk premium, το κόστος της Κwh που προκύπτει, με ικανό management, διαμορφώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ώστε να προκύπτουν απόλυτα ανταγωνιστικά τιμολόγια.
Είναι ενδεικτικό ότι, το μέσο κόστος παραγωγής της ΔΕΗ από λιγνιτικούς σταθμούς, παρά τις όποιες αναποτελεσματικότητες, είναι κάτω από τα 40 ευρώ ανά Μwh. Αντίθετα, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής, με καύσιμο φυσικό αέριο, είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα και δεν μπορεί να υποστηρίξει ανταγωνιστικά τιμολόγια για επιχειρήσεις, που εκτίθενται σε διεθνή ανταγωνισμό και στις οποίες το κόστος ενέργειας αποτελεί σημαντική κοστολογική συνιστώσα (νικέλιο, αλουμίνιο, χάλυβας, τσιμέντο, κλπ.).
Ο πιο πρόσφορος τρόπος, για να επιβιώσουν αυτές οι βιομηχανίες, και για να μη σταλούν μερικές ακόμη χιλιάδες άνθρωποι στην ανεργία, είναι αυτός που έχουμε υποδείξει (Άρθρο μας στην ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ/ΕΨΙΛΟΝ 18/8/13). Να διατεθεί, δηλαδή, ένα μέρος από το δυναμικό των λιγνιτικών σταθμών, της τάξεως των 1.000 ΜW περίπου, για την προμήθεια της αναγκαίας ενέργειας σε όλες αυτές τις βιομηχανίες, που λειτουργούν στην Ελλάδα.
Όσο για κόστος ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά, αυτό πετάει στα ύψη.
Εξαιρετικά χαμηλό κόστος προκύπτει από τα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Εκεί, το κόστος κεφαλαίου παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Το αρχικό κόστος επένδυσης είναι μεν πολύ υψηλό, αλλά η ανάκτηση του κεφαλαίου που επενδύεται στο φράγμα, γίνεται σε πενήντα χρόνια.
Με αυτά τα δεδομένα, και επειδή η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, από τη ΔΕΗ, βασίστηκε, για πολλά χρόνια, και πολύ σωστά, κατά 80% και πλέον στον φθηνό λιγνίτη και στο εγχώριο υδροδυναμικό (70% περίπου στο λιγνίτη και 10 -11% στα νερά), η μονοπωλιακή ΔΕΗ κατόρθωνε να διατηρεί τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτό, παρά το πλήθος των επιδοτήσεων σε μεγάλες κατηγορίες καταναλωτών (νησιωτικοί καταναλωτές, γεωργικοί καταναλωτές κλπ.), παρά τις απώλειες από τις προβληματικές επιχειρήσεις, στις οποίες υποχρεώνονταν να παρέχει ενέργεια, για να μην κλείσουν, χωρίς να εισπράττει τους λογαριασμούς, και παρά την μη καταβολή, για μεγάλα διαστήματα, των συμφωνημένων συμμετοχών του κράτους σε έργα πολλαπλού σκοπού.
Κλείσιμο ή αναβάθμιση λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής;
Σε όλο τον κόσμο, λόγω του μεγάλου συγκριτικού κοστολογικού πλεονεκτήματος, που προσφέρουν οι λιγνιτικές και οι ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, δίνεται σήμερα μεγαλύτερη προσοχή στις τεχνολογίες αναβάθμισης αυτών των μονάδων.
Σκοπός είναι η αύξηση του βαθμού απόδοσης, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών μείωσης των αερίων εκπομπών (CΟ2, SΟ2, SΟ3 και ΝΟx) και μικροσωματιδίων και η σημαντική παράταση της χρήσιμης ζωής τους.
Χρήσιμο επομένως θα ήταν, πριν από την υιοθέτηση εισηγήσεων για κλείσιμο υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, με το σκεπτικό ότι είναι παλαιές ή ότι στον χώρο. στον οποίο είναι εγκατεστημένες, υπάρχει λιγνίτης, που για να τον εκμεταλλευτούμε πρέπει να κλείσουμε και να κατεδαφίσουμε τις μονάδες (ΘΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ 1.200 ΜW), να εξετάσουμε με προσοχή παραδείγματα επενδυτικών σχεδίων άλλων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, που προχωρούν στην αναβάθμιση λιγνιτικών και ανθρακικών μονάδων τους, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού.
Το πρόσφατο επενδυτικό σχέδιο αναβάθμισης μεγάλου λιγνιτικού σταθμού στην Πολωνία, με στόχο τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και διαθεσιμότητας του σταθμού, τη μείωση των εκπομπών CΟ2 και την παράταση της οικονομικής ζωής του κατά 25 ακόμη χρόνια, αξίζει να προσεχθεί. Μια επικαιροποιημένη ανάλυση κόστους – ωφελειών, για ορισμένες Ελληνικές λιγνιτικές μονάδες, θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη.
Στους σημερινούς πολύ δύσκολους καιρούς, οι αναβαθμίσεις μπορούν να προσθέσουν σημαντική αξία σε υφιστάμενες μονάδες. Αντίθετα, η επιλογή του κλεισίματος, ισοδυναμεί με επιλογή καταστροφής κεφαλαίου. Αν οι αναβαθμίσεις δεν προχωρήσουν από τη ΔΕΗ. είναι μάλλον βέβαιο ότι θα προχωρήσουν από τους «νέους παίκτες», δηλαδή από τους πιθανούς αγοραστές της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», ώστε να αποκομίσουν αυτοί την πρόσθετη αξία, που μπορεί να δημιουργήσει μια επιτυχημένη αναβάθμιση.
Συμπέρασμα
Το άνοιγμα αγοράς, στην παραγωγή ηλεκτρισμού, πρακτικά καταλήγει στη μερική υποκατάσταση του κρατικού παραγωγού από περιορισμένο αριθμό ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής. Μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής, που θα ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους και θα ρίχνουν τις τιμές, προς όφελος του καταναλωτή, μάλλον δεν θα δούμε.
Ανταγωνισμός, με την ουσιαστική έννοια του όρου, δεν μπορεί να υπάρξει σε μια αγορά, όπου οι «παίκτες» είναι ολιγάριθμοι. Η αγορά ηλεκτρισμού και ειδικότερα στην παραγωγή, απελευθερωμένη ή όχι, αποκρατικοποιημένη ή όχι, από τη φύση της, έχει χαρακτηριστικά, που προσιδιάζουν περισσότερο σε ολιγοπώλιο και πολύ λιγότερο σε πραγματικά ανταγωνιστική αγορά. Αυτό σημαίνει ότι, άτυπες συμφωνίες μεταξύ των «παικτών», για αποφυγή πραγματικού ανταγωνισμού, δεν μπορούν να αποκλειστούν, όσο επινοητική και αν είναι η κρατική ρύθμιση και εποπτεία.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κόστους και των τιμών παίζει η σύνθεση του παραγωγικού δυναμικού. Η αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου και των ΑΠΕ στο σύστημα παραγωγής, οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση του μεριδίου της λιγνιτικής παραγωγής στο σύστημα, θα προκύψουν και άλλες αυξήσεις τιμών. Η ενδεχόμενη είσπραξη μέρους του κόστους με έμμεσο τρόπο (φόροι, τέλη ΑΠΕ κλπ.) δεν αλλάζει τα πράγματα.
Δεν πρέπει να αναμένεται ότι οι «νέοι παίκτες» θα διαμορφώνουν τιμολόγια με υπόθεση ανάκτησης του κεφαλαίου τους σε 25 ή 50 χρόνια ή με στόχο απόδοσης 4 ή 4,5% όπως, επί σειρά ετών, έκανε η ΔΕΗ. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα στοχεύσουν σε υψηλότερες αποδόσεις και με πιο βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό ως προς την ανάκτηση του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει υψηλότερες τιμές, εκτός εάν αποκτήσουν υφιστάμενες λιγνιτικές ή υδροηλεκτρικές μονάδες σε ιδιαίτερα ελκυστικές τιμές. Όπως είχαμε προτείνει σε προηγούμενο άρθρο μας, η απένταξη 1000MW λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ και η δημιουργία μίας ανώνυμης εταιρείας όπου την πλειοψηφία των μετοχών να έχουν οι μεγάλοι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας (ΛΑΡΚΌ, ΑΛΟΥΜΙΝΙΟ, ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΕΙΕΣ, ΤΣΙΜΕΝΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. κ.ά.), θα αποτελέσει μία επιχειρηματική λύση σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη, χωρίς να επιδιωχθεί βραχυπρόθεσμη ανάκτηση του κεφαλαίου, ούτως ώστε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας να παραμείνει χαμηλό κάτω των 35€/ΜWh.
Εδώ τελειώνει το άρθρο και μπορεί να ξεκινήσει ο σχολιασμός, αφού οι άνθρωποι το λένε απ’ την αρχή: “Μέχρι τώρα, «νέους παίκτες» είδαμε, Μειώσεις τιμών δεν είδαμε”. Κι όχι μόνο δεν είδαμε μειώσεις, αλλά, αντίθετα, είδαμε μεγάλες αυξήσεις των τιμών, 34,3% απ’ τον Ιούνιο 2009 στον Ιούνιο 2013. Είδαμε την ιστορία της “απελευθέρωσης” της ηλεκτρικής ενέργειας να μετατρέπεται σ’ έναν ακόμα μηχανισμό αναδιανομής πλούτου στην Ευρώπη, απ’ τους καταναλωτές προς τις μεγάλες εταιρείες (κι από κει στους πολιτικούς;). Είδαμε μεγάλες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων, αλλά “Το κόστος εργασίας έχει μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παραγωγής“, οπότε μικρό τελικά το όφελος για τον καταναλωτή. Χρειάζονται κι άλλα πράγματα, όπως “ικανό management“, που να μην έχει π.χ. ιδεολογικές προκαταλήψεις ενάντια στο βασικό καύσιμο της εταιρείας που καλείται να διοικήσει ή να μην έχει ως πρώτη σκέψη την ημερομηνία συνταξιοδότησης.
Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο, είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα και δεν μπορεί να υποστηρίξει ανταγωνιστικά τιμολόγια για επιχειρήσεις, που εκτίθενται σε διεθνή ανταγωνισμό και στις οποίες το κόστος ενέργειας αποτελεί σημαντική κοστολογική συνιστώσα“. Απλές αλήθειες, είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο η ΕΒΙΚΕΝ ζήτησε επίσημα 27500 GWh λιγνιτικής παραγωγής. Και μη τυχόν σας πει κανείς ότι μπορείτε να έχετε ανταγωνιστική βιομηχανία με ενέργεια από αιολικά ή Φ/Β, πάρτε τον με τις πέτρες: ο EEG 2.0, που έχει για ψήφιση η Γερμανία σε λίγες μέρες και για εφαρμογή από τον Αύγουστο, προβλέπει ότι το 65% της ηλεκτροπαραγωγής θα είναι από συμβατικές πηγές, κυρίως λιγνίτη και λιθάνθρακα! Και το αυξημένο κόστος της ενέργειας από αιολικά και Φ/Β, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Βρετανοί, το ρίχνουν στα νοικοκυριά, όχι στη βιομηχανία! 
Να εξετάσουμε με προσοχή παραδείγματα επενδυτικών σχεδίων άλλων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, που προχωρούν στην αναβάθμιση λιγνιτικών και ανθρακικών μονάδων“. Είναι μια άποψη που βασανίζει πολλούς. Μια κρίσιμη παράμετρος είναι κατά πόσο με τα έργα αναβάθμισης θα βελτιωθεί ο βαθμός απόδοσης των ήδη παλαιών μονάδων, καθόσον είναι γνωστό ότι η προσθήκη συστήματος αποθείωσης καυσαερίων, για προσαρμογή στις προδιαγραφές της Κοινοτικής Οδηγίας IED για τους ρύπους, μειώνει τον ήδη χαμηλό βαθμό απόδοσης. Από την άλλη πλευρά, οι παλαιές μονάδες έχουν πρακτικά αποσβεσθεί και δεν επιβαρύνονται με κόστος κεφαλαίου, όπως μια νέα μονάδα, και πλέον τα προς επένδυση κεφάλαια έχουν γίνει δυσεύρετα. Η γειτονική Σερβία, που αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα επενδυτικών κεφαλαίων και για την πρώτη της ενεργειακή επένδυση μετά από 25 χρόνια στράφηκε στο λιγνίτη, θα αξιοποιήσει κινεζικά κεφάλαια. 
Εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση του μεριδίου της λιγνιτικής παραγωγής στο σύστημα, θα προκύψουν και άλλες αυξήσεις τιμών“. Σας το έχουμε ήδη πει, με μια ανάρτηση που τράβηξε πολύ την προσοχή των αναγνωστών μας:Λιγότερος λιγνίτης στο ενεργειακό μίγμα; Οι τιμές του ηλεκτρικού στη στρατόσφαιρα!
Δεν πρέπει να αναμένεται ότι οι «νέοι παίκτες» θα διαμορφώνουν τιμολόγια με υπόθεση ανάκτησης του κεφαλαίου τους σε 25 ή 50 χρόνια ή με στόχο απόδοσης 4 ή 4,5% όπως, επί σειρά ετών, έκανε η ΔΕΗ. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα στοχεύσουν σε υψηλότερες αποδόσεις και με πιο βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό ως προς την ανάκτηση του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει υψηλότερες τιμές, εκτός εάν αποκτήσουν υφιστάμενες λιγνιτικές ή υδροηλεκτρικές μονάδες σε ιδιαίτερα ελκυστικές τιμές“. Πολύ απλά είναι τα πράγματα, έργα με μεγάλους χρόνους απόσβεσης και μικρά επιτόκια απόδοσης κεφαλαίου μόνο μια δημόσια επιχείρηση μπορεί να κάνει. Ο οποιοσδήποτε ιδιώτης θέλει και μικρούς χρόνους απόσβεσης και μεγάλα επιτόκια απόδοσης, όμως αυτά μεταφράζονται αυτόματα σε επιβάρυνση της τιμής στον τελικό καταναλωτή. Ποιος ιδιώτης θα κάτσει να κάνει φράγμα, που χρειάζεται χρόνο απόσβεσης 50 χρόνια; Ο κάθε κρατικοδίαιτος ιδιώτης όμως θα ήταν τρισευτυχισμένος αν κάποιοι ξεφωνημένοι πολιτικοί του έδιναν κοψοχρονιά ένα υδροηλεκτρικό, που έχει πολύ χαμηλό κόστος λειτουργίας. Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε τη μεγάλη “πράσινη απάτη” του ΕΤΜΕΑΡ, που η ΡΑΕ ζήτησε να πληρώσουμε 764 εκατ. ευρώ μαζεμένα μέσα στο 2014, (χρήματα με τα οποία μπορούμε άνετα να κάνουμε μια λιγνιτική μονάδα 380MW), και το 2020 να μην έχουμε ούτε μονάδα ούτε ρεύμα
Η βιομηχανία που εκτίθεται στο διεθνή ανταγωνισμό πρέπει να έχει ανταγωνιστική τιμή ενέργειας, γιατί διαφορετικά θα αναγκαστεί ή να κλείσει ή να μεταναστεύσει. Οποιαδήποτε κυβέρνηση κι αν έχουμε στην Ελλάδα θα πρέπει να προσέχει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, η οποία και συνάλλαγμα φέρνει στη χώρα και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Φθηνή ενέργεια που μόνο ο λιγνίτης μπορεί να εξασφαλίσει, γι’ αυτό και η ΕΒΙΚΕΝ είναι με το λιγνίτη. Αρκεί βέβαια το κράτος να παρακολουθεί τη λειτουργία της βιομηχανίας, ώστε το χαμηλό κόστος ενέργειας να μην καταλήγει σε λογαριασμούς βιομηχάνων στην Ελβετία.
Η μονοπωλιακή ΔΕΗ κατόρθωνε να διατηρεί τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Και αυτό, παρά το πλήθος των επιδοτήσεων σε μεγάλες κατηγορίες καταναλωτών (νησιωτικοί καταναλωτές, γεωργικοί καταναλωτές κλπ.), παρά τις απώλειες από τις προβληματικές επιχειρήσεις, στις οποίες υποχρεώνονταν να παρέχει ενέργεια, για να μην κλείσουν, χωρίς να εισπράττει τους λογαριασμούς, και παρά την μη καταβολή, για μεγάλα διαστήματα, των συμφωνημένων συμμετοχών του κράτους σε έργα πολλαπλού σκοπού“. Κάποτε οι κυβερνήσεις φρόντιζαν να έχουν χαμηλές τιμές ενέργειας όλοι οι καταναλωτές, ιδιαίτερα τα νησιά και οι αγρότες, και φέσωναν και τη ΔΕΗ με διάφορους τρόπους ή βάζοντας κάποτε τη ΔΕΗ να δανειστεί για λογαριασμό του Δημοσίου. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις κοιτάζουν πώς θα αυξήσουν το κόστος του ρεύματος για πολίτες και βιομηχανία, πώς θα αφήσουν τον κόσμο χωρίς ρεύμα, πώς θα ενσωματώσουν κι άλλους φόρους στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, πώς θα κάνουν κοινωνικά τιμολόγια αναδιανέμοντας τα αδιέξοδα της πολιτικής τους, πώς θα δημιουργήσουν “επενδυτές” τύπου Energa & Hellas Power, πώς θα κάνουν δωράκια σε συγκεκριμένους επιχειρηματίες. 
Άτυπες συμφωνίες μεταξύ των «παικτών», για αποφυγή πραγματικού ανταγωνισμού, δεν μπορούν να αποκλειστούν” λέει το άρθρο, καρτέλ καραμπινάτο είναι αυτό για το οποίο κατηγορούν οι Εργατικοί στη Βρετανία τις έξι μεγάλες εταιρείες ενέργειας. Τι κάνει λοιπόν νιάου-νιάου στα κεραμίδια; Ο “ανταγωνισμός”, που μόνο στη θεωρία ρίχνει τις τιμές, αλλά που στην πράξη αποδεικνύεται ότι είναι μόνο ένα θεωρητικό ιδεολογικό κατασκεύασμα, που λειτουργεί παντού και πάντα σε βάρος των καταναλωτών. Το είδαμε άλλωστε και στην πολυδιαφημισμένη “απελευθέρωση” της αγοράς τηλεπικοινωνιών, όπου οι Γερμανοί αγόρασαν τον ΟΤΕ και, εκμεταλλευόμενοι αφενός τις υποδομές που είχε δημιουργήσει ο κρατικός ΟΤΕ και αφ’ ετέρου τη δεσπόζουσα ή κύρια θέση που έχει στην αγορά, πουλούν στους ιθαγενείς ίντερνετ στα 50Μbps, όταν στη Ρουμανία πουλάνε1000!Μbps σε πολύ φθηνότερη τιμή! Κάνει μήπως η Ρουμανία μόνη της την τεχνολογία κι έχει χαμηλότερα κοστολόγια; Μάλλον όχι. Έχει μήπως χαμηλότερους μισθούς; Σε μεγάλο βαθμό ούτε κι αυτό πλέον ισχύει. Και θα το δείτε και με το γάλα, τώρα που η χώρα χρεοκόπησε και βρήκαν ευκαιρία να μας πουλήσουν τα γαλακτοκομικά πλεονάσματα Γερμανών και Ολλανδών: οι τιμές δεν πρόκειται να πέσουν, θα μείνουν περίπου στα ίδια επίπεδα. Και η δικαιολογία θα είναι η “γεωγραφική ιδιομορφία” της Ελλλάδας, με τις ορεινές περιοχές και τα πολλά νησιά, λες και νησιά θα αποκτήσουμε μόνο αφού περάσουν την επαίσχυντη “απελευθέρωση” των εισαγωγών.
Εκείνο που χρειαζόμαστε στην Ελλάδα είναι ο “εκσυγχρονισμός” των θεσμών και η “επανίδρυση” του κράτους. Αυτό ζητήσαμε απ’ το Σημίτη το 2000 και εκσυγχρόνισε τον τρόπο που έπαιρναν τις μίζες, αυτό ζητήσαμε απ’ τον Καραμανλή το 2004 και επανίδρυσε τη λαμογιά. Στον Παπανδρέου εναποθέσαμε τις ελπίδες μας, επειδή “ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε” και τελικά και δεν αλλάξαμε και βουλιάξαμε. Κι έρχονται τώρα αυτοί που έπαιρναν τις μίζες, αυτοί που πήραν θαλασσοδάνεια για τα κόμματά τους κι έχουν ακόμα και τους υπαλλήλους τους απλήρωτους, αυτοί που παραμένουν αμετανόητοι και αδιόρθωτοι, με τα ίδια μυαλά που χρεοκόπησαν τη χώρα, να μας πουλήσουν ελπίδα για το αύριο. Ε, λοιπόν η μόνη ελπίδα που έχει πλέον η χώρα είναι να προχωρήσει χωρίς αυτούς. Και στις εκλογές της άνοιξης να τους δώσουμε να το καταλάβουν μια και καλή.
Τα λινκς τεκμηρίωσης βρίσκονται στοhttp://greeklignite.blogspot.gr/2014/03/blog-post_27.html και στο Facebook, στη διεύθυνση Greeklignite! Πατήστε Like στη σελίδα μας, για να μαθαίνετε τις αναρτήσεις μας! 
Πηγή : 

to synoro blog

Χορός εκατομμυρίων γύρω από την αξιολόγηση των σχολείων

ΕΡΕΥΝΑ – του Χρήστου Κάτσικα
Η αθέατη όψη της (αυτο)αξιολόγησης εκπαιδευτικών και μονάδων με κονδύλια του ΕΣΠΑ μέσω του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) – Παλιοί γνώριμοι οι νέοι «αξιολογητές»
Με 58.560 υπογραφές, δηλαδή το 93% των ενεργών εκπαιδευτικών, εκφράστηκε το πρώτο βήμα της καθολικής αντίδρασης των δασκάλων και των νηπιαγωγών της χώρας στην προωθούμενη αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Παράλληλα, σε όλο τον χώρο της σχολικής εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), εκατοντάδες σύλλογοι διδασκόντων απορρίπτουν τη συγκρότηση των ομάδων εργασίας, αγνοώντας τις απειλές, την παραπληροφόρηση και τις μεθοδεύσεις του υπουργείου Παιδείας και των μηχανισμών του.


Επιμένει το υπουργείο
Και ενώ η μάχη αυτή συνεχίζεται, μια αθέατη πλευρά δίνει ακόμη μια διάσταση στην επιμονή του υπουργείου Παιδείας και των επιτελών του να «περάσουν» με κάθε τρόπο την αυτοαξιολόγηση–αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Με μια απλή επίσκεψη στην ιστοσελίδα του προγράμματος ΕΣΠΑ, αλλά και στον χώρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) μπορεί κανείς να διαπιστώσει τον χορό των εκατομμυρίων ευρώ, που έχει στηθεί γύρω από την αυτοαξιολόγηση-αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Σύμφωνα με τον Σύλλογο Εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος» είναι «λυπηρό να διαπιστώνει κανείς πως το ΙΕΠ της χώρας μας, αντί να ανοίγει νέους ορίζοντες στην εκπαίδευση, στηρίζοντας τον μαχόμενο εκπαιδευτικό της τάξης και να παράγει επιστημονικό έργο, καθορίζει τη στάση του με μοναδικό γνώμονα την απορρόφηση κονδυλίων από το ΕΣΠΑ και εξαντλεί σχεδόν όλη του τη δράση στη διαχείριση των κονδυλίων αυτών, φτάνοντας στο σημείο να ασχολείται με τις μερίδες μπιφτεκιών και βουτημάτων των γευμάτων των σεμιναρίων».
Τα τεράστια ποσά και η αγωνιώδης προσπάθεια είσπραξής τους μπορούν να ερμηνεύσουν την επιμονή του ΙΕΠ να συγκροτηθούν πάση θυσία οι λεγόμενες «ομάδες εργασίας» στις σχολικές μονάδες, δίνοντας αγώνα, για να υποτάξει τους διευθυντές των σχολικών μονάδων και να κάμψει την αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος.

Ακριβοπληρωμένοι
Προκαλεί επίσης αγανάκτηση στην πλειονότητα των εκπαιδευτικών που διαπιστώνουν ότι σε αυτή την πρωτοφανή αυταρχική επιχείρηση του υπουργείου Παιδείας για τη χειραγώγησή τους, επιχείρηση που οδηγεί στην κατάργηση κάθε έννοιας παιδαγωγικής και δημοκρατικής ελευθερίας στα σχολεία, πρωτοστατούν και πάλι τα ίδια πρόσωπα, γνωστά στην εκπαιδευτική κοινότητα από τις διάφορες θέσεις της εκπαίδευσης που κατείχαν και κατέχουν πολλά χρόνια τώρα, ως πολυθεσίτες τις περισσότερες φο-ρές, ακόμη και ως συνταξιούχοι, προσπαθώντας να πείσουν ακόμη και σήμερα πως κομίζουν το νέο και ότι διαχρονικά είναι οι μοναδικοί κάτοχοι της επιστημονικής αλήθειας για τα παιδαγωγικά ζητήματα στη χώρα μας.
Πρόσωπα, τα οποία είχαν συναντήσει οι σημερινοί εκπαιδευτικοί ως καθηγητές στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες πριν από 20 και 30 χρόνια, στη μετεκπαίδευση, στα Παιδαγωγικά Τμήματα, στην Εξομοίωση, στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ. Είναι απαράδεκτο τη στιγμή που οι εκπαιδευτικοί της τάξης έχουν εξαθλιωθεί οικονομικά με μισθούς πείνας, χωρίς διορισμούς, αποσπάσεις και μεταθέσεις οι «αξιολογητές» τους να αμείβονται με προκλητικούς μισθούς.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με όσα καταγγέλλει ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης «Αλέξανδρος Δελμούζος»:
* Ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αμείβεται με 62.400 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή, με 5.200 ευρώ τον μήνα.
* Ο διευθυντής με 37.900 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή με 3.158 ευρώ τον μήνα.
* Για τους 25 επιστημονικούς συνεργάτες προβλέπονται κονδύλια αμοιβής 830.000 ευρώ, δηλαδή, περίπου 2.766 ευρώ τον μήνα για κάθε έναν από αυτούς.
* Επίσης προβλέπεται το ποσόν των 21.600 € για αποζημιώσεις των μελών του συμβουλίου για τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις.
* Ακόμη προβλέπεται επιπλέον δαπάνη για έξοδα φιλοξενίας, πρόσκληση καθηγητών ΑΕΙ και επιστημόνων ημεδαπής και αλλοδαπής.
* Τέλος, 10.000 € ως επίδομα θέσης ευθύνης στον προϊστάμενο διεύθυνσης και 11.400 για τους προϊσταμένους των δύο τμημάτων που τη συγκροτούν, σύνολο 21.400 €.
* Στον διαδικτυακό τόπο του ΙΕΠ μπορεί να δει κανείς δεκάδες προϋπολογισμούς – προκηρύξεις – διαγωνισμούς που αφορούν την αυτοαξιολόγηση – αξιολόγηση και τη διάθεση – κατανομή των συγκεκριμένων κονδυλίων. Φαίνεται πως στην Ελλάδα ο ρόλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής είναι καθαρά και μόνο διαχειριστικός.
από το efsyn.gr
Πηγή : 

to synoro blog

«ΛΥΣΣΑΝΕ» ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΠΟΥ ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗ ΣΚΟΤΙΑ

Του Γ. ΔΕΛΑΣΤΙΚ*
Αποθεωτική για τον «πρωθυπουργό» της Σκοτίας Αλεξάντερ Σάλμοντήταν η δεξιά σοβαρή γερμανική εφημερίδα «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε» την Κυριακή, προκαλώντας σίγουρα σοκ στους αναγνώστες της. «Ο μεγαλύτερος της Σκοτίας (!)» ήταν ο τίτλος του σχετικού άρθρου της. «Ο Αλεξάντερ Σάλμοντ στέκεται ακαταμάχητος στην κορυφή της χώρας του. Μόνο ένα πράγμα είναι μεγαλύτερο από αυτόν: η ανεξαρτησία της Σκοτίας» συμπλήρωνε ο υπότιτλος.
Πλήρως απαξιωτική η γερμανική εφημερίδα για τους κορυφαίους Αγγλους πολιτικούς – αντιπάλους φυσικά του Σάλμοντ στο δημοψήφισμα που θα γίνει φέτος, στην αρχή του φθινοπώρου, με θέμα την αποχώρηση ή όχι της Σκοτίας από το βρετανικό κράτος. «Οι τρεις μεγάλοι στο κοινοβούλιο του Λονδίνου -ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ο αναπληρωτής του Νικ Κλεγκ και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Εντ Μίλιμπαντ- φαντάζουν σχεδόν άχρωμοι απέναντί του» γράφει η «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε» και συνεχίζει ακάθεκτη: «Αν κατορθώσει ο Αλεξάντερ Σάλμοντ να οδηγήσει στις 18 Σεπτεμβρίου τους Σκοτσέζους εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου ύστερα από περισσότερους από τρεις αιώνες, τότε θα ανέλθει στο βάθρο μιας ιστορικής μορφής!» υπογραμμίζει. «Αν ο Σάλμοντ κατορθώσει να κάνει το ”Ναι” στο ανεξάρτητο κράτος της Σκοτίας να φαίνεται σαν ”Οχι” στη συντηρητική κυβέρνηση του Λονδίνου, οι πιθανότητές του (να κερδίσει το δημοψήφισμα) τον Σεπτέμβριο δεν είναι κακές. Αυτό επειδή ο Κάμερον και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου του που έχουν σπουδάσει σε αγγλικά ελιτίστικα πανεπιστήμια συνιστούν όλα όσα μισούν οι Σκοτσέζοι» τονίζει η γερμανική εφημερίδα.
Η αλήθεια είναι ότι οι Αγγλοι προσπάθησαν στην αρχή να παραστήσουν τους αδιάφορους για το σκοτσέζικο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου. Από τις αρχές του περασμένου μήνα δείχνουν να μην αισθάνονται τόσο σίγουροι ότι το «Οχι» στην ανεξαρτησία της Σκοτίας θα επικρατήσει άνετα με… 20 ή 25 εκατοστιαίες μονάδες διαφορά, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις τους. Την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου, ο ίδιος ο Αγγλος πρωθυπουργός απευθύνθηκε στο συναίσθημα των Σκοτσέζων. «Θέλουμε να μείνετε» είπε. «Θα μειωθούμε βαθιά χωρίς τη Σκοτία» πρόσθεσε. Μια εβδομάδα αργότερα όμως τα τρία αγγλικά κόμματα -Συντηρητικοί, Εργατικοί και Φιλελεύθεροι- συμφώνησαν ότι αν οι Σκοτσέζοι ψηφίσουν «Ναι» στην ανεξαρτησία της χώρας τους, τότε οι Αγγλοι θα τους απαγορεύσουν τη χρήση της λίρας Αγγλίας ως εθνικού τους νομίσματος, όπως έχει δηλώσει ότι επιθυμεί ο Σάλμοντ. Αυτό έγινε στις 13 Φεβρουαρίου.
Τρεις μέρες αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο απείλησε τους Σκοτσέζους ότι αν η Σκοτία φύγει από το Ηνωμένο Βασίλειο, τότε όχι μόνο δεν θα θεωρείται χώρα ενταγμένη στην ΕΕ αφού ήδη τώρα ανήκει σε αυτήν, αλλά και η ένταξή της ως νέου κράτους στην ΕΕ θα είναι… «εξαιρετικά δύσκολη, σχεδόν αδύνατη»! Εκείνο που εκνευρίζει τους Αγγλους δεν είναι φυσικά η υποτιθέμενη… αγάπη τους για τους Σκοτσέζους. Τους τρελαίνει όμως η ιδέα ότι θα χάσουν τα πετρέλαια της Βόρειας Θάλασσας που βάσει του διεθνούς δικαίου θα πάνε σχεδόν όλα στη Σκοτία. Το Λονδίνο έχει αποκομίσει… τρισεκατομμύρια (!) στερλίνες μέχρι τώρα μόνο από τη φορολόγηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας. Τα μέχρι στιγμής γνωστά αποθέματα υπολογίζονται σε 24 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, τα οποία με τις σημερινές τιμές έχουν αξία που υπερβαίνει αισθητά τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια! Υπολογίζεται ότι για τα επόμενα 30 χρόνια μόνο τα φορολογικά έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα υπερβαίνουν κάθε χρόνο τα 4 δισεκατομμύρια λίρες – δηλαδή 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Πολλά λεφτά για ένα κράτος πέντε εκατομμυρίων κατοίκων, όπως θα είναι η Σκοτία. «Το πετρέλαιο είναι της Σκοτίας!» είναι το σύνθημα που τα τελευταία σαράντα χρόνια έδωσε φτερά στους υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της Σκοτίας. Ο Σάλμοντ δεν καίγεται σίγουρα για τη λίρα Αγγλίας ως νόμισμα του νέου κράτους.
Εχει στα χέρια του ένα τεράστιο όπλο, το οποίο και διακηρύσσει δημοσίως χωρίς αναστολές: αν η Αγγλία αρνηθεί να έχει η Σκοτία νόμισμα τη στερλίνα, τότε και η Σκοτία δεν θα αναγνωρίσει ότι της αναλογεί κάποιο ποσοστό του βρετανικού δημόσιου χρέους! Φανταστείτε ένα πετρελαιοπαραγωγό κράτος, το οποίο έχει μηδέν δημόσιο χρέος και αρχικά έσοδα μόνο από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο πάνω από 100 δισ. δολάρια τον χρόνο! Χώρια τα έσοδα από τους φόρους κατανάλωσης, τη φορολόγηση προσώπων, τον φόρο ακίνητης περιουσίας κ.λπ. Θα… δυστυχήσει σίγουρα, όπως γελοιωδώς ισχυρίζονται οι Αγγλοι! Είναι όμως να μην τρελαίνεται κανένας όταν χάνει τόσα λεφτά; Τι να σου κάνει και το Λονδίνο, χάνει τα λογικά του και μόνο στη σκέψη ότι θα του φύγει η «χρυσοφόρος» Σκοτία!
*Δημοσιεύθηκε στο “ΕΘΝΟΣ” την Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014
Πηγή : 

to synoro blog

29 Μαρ 2014

Η εθνική ανεξαρτησία στην εποχή των μνημονίων

του Δημήτρη Καλτσώνη (*)
Η εξάρτηση της Ελλάδας και η διαπλοκή και σύμπλεξη της εγχώριας πλουτοκρατίας με το ξένο κεφάλαιο είναι διαχρονική. Ξεκινά από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Υπάρχουν ποικίλα στοιχεία και αποτυπώματα αυτής της σχέσης και σε θεσμικό, συνταγματικό επίπεδο. Απόδειξη αποτελεί ο ίδιος ο θεσμός της βασιλείας που επιβλήθηκε στη χώρα παρά τις δημοκρατικές αναζητήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων με τα τρία δημοκρατικά, και σε ένα βαθμό πρωτοποριακά για την εποχή τους, Συντάγματα της περιόδου της επανάστασης του 1821.
Αλλά και αργότερα, στην αυγή του 20ού αιώνα, στα γεγονότα στο Γουδί το 1909, μην ξεχνάμε ότι μοίρα του αγγλικού στόλου κατέπλευσε στο Φάληρο προκειμένου να υπογραμμίσει ότι η Βρετανία δεν θα ανεχόταν ριζοσπαστικές αλλαγές και κυρίως δεν θα ανεχόταν την εκδίωξη του τοποτηρητή της, του βασιλιά. Ακόμη και η επιλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο είχε τη σφραγίδα της Βρετανίας. Το πρόσωπο του μελλοντικού αναμορφωτή πρωθυπουργού είχε την έγκριση του βρετανού προξένου στα Χανιά καθώς ο Ελ. Βενιζέλος είχε τοποθετηθεί νωρίτερα υπέρ της παραχώρησης της Σούδας στους Βρετανούς για στρατιωτική βάση.
Αργότερα ήρθε, για παράδειγμα η επέμβαση του Δεκέμβρη του 1944, στη συνέχεια η παρέμβαση των ΗΠΑ κλπ. Μετά τον εμφύλιο, η εξάρτηση της χώρας εκφράστηκε και συνταγματικά καθώς το άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952 κατοχύρωνε τα σκανδαλώδη προνόμια του ξένου και του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Το περιεχόμενο του άρθρου μακροημέρευσε. Υπάρχει και σήμερα στο άρθρο 107 του ισχύοντος Συντάγματος.
Μην ξεχνάμε άλλωστε την αμερικανόπνευστη χούντα 1967-1974 αλλά και την προδοσία της Κύπρου από τις ΗΠΑ και τους ΝΑΤΟϊκούς «συμμάχους». Όλα αποτελούν πλευρές της σχέσης εξάρτησης της χώρας από τις ισχυρές δυνάμεις και το ξένο κεφάλαιο. Ακόμη και σήμερα, το άρθρο 27 παρ.2 συνιστά τη συνταγματική βάση της παρουσίας ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός μας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Βενεζουέλα, η οποία απαγορεύει ρητά με το άρθρο 13  του Συντάγματός της την παρουσία ξένων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός της.

Η είσοδος στην ΕΟΚ
Η ένταξη της χώρα μας στην ΕΟΚ (μετέπειτα ΕΕ) είναι μια ιδιαίτερη πλευρά της εξάρτησης και της σύνδεσης ξένου και εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου. Από τις θριαμβολογίες για την είσοδο στην ΕΟΚ περάσαμε στην παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας μέσω του άρθρου 28 του Συντάγματος του 1975. Βέβαια, να σημειωθεί ότι σύσσωμη η τότε αντιπολίτευση αντιτάχθηκε σε αυτό, άσχετα αν στη συνέχεια μια σειρά πολιτικές δυνάμεις μετέβαλαν άρδην τις θέσεις τους. Στη συνέχεια ήρθε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1985 και λίγο μετά, ως συνέπειά της, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και με υπουργό Οικονομικών τον Κ. Σημίτη, η απαγόρευση αύξησης των ημερομισθίων με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου η οποία, μάλιστα, τιμωρούσε ως ποινικό αδίκημα τις αυξήσεις.
Λίγο αργότερα, το 1992 ήρθε η Συνθήκη του Μάαστριχτ και έκτοτε η συστηματική αποδυνάμωση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζομένων, η βαθμιαία ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Το 2001, η επιλογή εισόδου στο ευρώ έφερε ένα βήμα παραπέρα που εγγράφηκε και στο Σύνταγμα. Στη λεγόμενη συναινετική αναθεώρηση του 2001, τα δύο τότε πανίσχυρα κόμματα του δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ψήφισαν από κοινού, ανάμεσα σε άλλα, την προσθήκη στο άρθρο 28 του Συντάγματος ερμηνευτικής δήλωσης που καθιστούσε τη χώρα όμηρο των όποιων εξελίξεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς δυνατότητες αντίδρασης. Υποτάχθηκε στην πραγματικότητα ακόμη και το Σύνταγμα στους μηχανισμούς των Βρυξελλών.
Την πικρή συνέχεια τη γνωρίζουμε πολύ καλά. Με το ξέσπασμα της κρίσης, ήρθε η επιτροπεία, η τρόικα, η μανιώδης λεηλασία του μόχθου και του πλούτου του λαού και της χώρας, η κατεδάφιση όλων των κατακτήσεων και δικαιωμάτων.

Το χρέος
Ένας σημαντικός μηχανισμός, αλλά σίγουρα όχι ο μόνος, αφαίμαξης του λαού μας είναι το χρέος. Από την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2014 προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1992-2013, δηλαδή τα τελευταία 21 χρόνια, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής διοίκησης ανήλθαν σε 563 δις ευρώ! Στο ποσό δεν περιλαμβάνονται άλλα 288 δις που καταβλήθηκαν για εξόφληση βραχυπρόθεσμών τίτλων. Τόσα έχει πληρώσει ήδη ο ελληνικός λαός, χωρίς να υπολογίσουμε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, από τα πρώτα δάνεια της ανεξαρτησίας που έχουν χρυσοπληρωθεί στους δανειστές – τοκογλύφους. Και παρόλα αυτά, οι δανειστές – τοκογλύφοι και οι εγχώριοι συνεταίροι τους ισχυρίζονται πως το 2014 η Ελλάδα θα εξακολουθεί να τους χρωστά 320 δις ευρώ.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Την απάντηση μας τη δίνει ευθαρσώς ο πρόεδρος του EUROGROUP, Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Κέρδος στις 9/10/2010 παραδέχτηκε πως το χρέος οφείλεται στο γεγονός πως «η Γαλλία και η Γερμανία κέρδιζαν τεράστια ποσά από τις εξαγωγές τους στην Ελλάδα». Δηλαδή ο ελληνικός λαός χρεωνόταν για να εξάγει και να θησαυρίζει η γερμανική, γαλλική, αμερικανική, βρετανική βιομηχανία και, μαζί με αυτούς, οι εγχώριοι εταίροι τους.
Τούτο φαίνεται πολύ καθαρά και από τα σχετικά στοιχεία με τις εμπορικές συναλλαγές. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 2009 το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν 12,1 δις ευρώ με την Ισπανία, 11,2 δις με την Ιταλία, 2,6 δις με την Πορτογαλία, 4,7 δις με την Ελλάδα.

Και αυτά που πήραμε;
Αυτή την ερώτηση θέτουν πολλοί. Μόνο δηλαδή ζημιωθήκαμε από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Δεν πήραμε τόσα ώστε τα οφέλη να είναι περισσότερα;
Για να δούμε λίγο τα συγκεκριμένα στοιχεία. Πρώτα απ’ όλα, ο κοινοτικός προϋπολογισμός μέσω του οποίου γίνεται η διανομή των κονδυλίων είναι λιλιπούτειος. Άρα μιλάμε εξαρχής για πολύ μικρά μεγέθη. Ο κοινοτικός προϋπολογισμός φτάνει μόνο στο 0,88% του Ακαθάριστου Κοινοτικού Προϊόντος, τη στιγμή που οι εθνικοί προϋπολογισμοί υπερβαίνουν το 50% του εθνικού ΑΕΠ.
Επιπλέον, η συνεισφορά κάθε χώρας στον κοινοτικό προϋπολογισμό δεν είναι απολύτως ανάλογη του ΑΕΠ. Έτσι, η Γερμανία κατέχοντας το 19,93% του κοινοτικού ΑΕΠ, καταβάλλει στον προϋπολογισμό της ΕΕ το 19,95%. Η Ελλάδα, με το 1,94% του κοινοτικού ΑΕΠ, καταβάλλει το 2,20%. Μικρή θα έλεγε κανείς η διαφορά, πλην όμως αξιοσημείωτη.
Και πόσα είναι τελικά τα ποσά που πήρε η Ελλάδα από τα περιβόητα και πολυδιαφημισμένα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ); Από το Γ ΚΠΣ για την περίοδο 2000-2006 (συνολικά 212,5 δις) η Ελλάδα πήρε 27,2 δις και από το Δ ΚΠΣ-ΕΣΠΑ για την περίοδο 2007-2013 πήρε 20,1 δις.
Που πήγαν κατά κανόνα οι χρηματοδοτήσεις της ΕΕ; Πήγαν στην αποσάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, στην συρρίκνωση έως και καταστροφή της βιομηχανικής βάσης και της αγροτικής της οικονομίας. Πήγαν στα ταμεία της εγχώριας ολιγαρχίας. Ένα μικρότερο κομμάτι πήγε για την εξαγορά και τη διαφθορά τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Αυτός ήταν ένας απαραίτητος όρος για να εξασφαλίσει η άρχουσα τάξη τις κοινωνικές της συμμαχίες, για να εξαγοράσει τη συναίνεση.

Πώς θα αντιστραφεί η κατάσταση;
1.Απαιτείται η διαγραφή του χρέους. Τίποτα λιγότερο από αυτό. Ούτε διαγραφή του 5% (όπως λένε οι ιθύνοντες της αξιωματικής αντιπολίτευσης) ή άλλου ποσοστού, ούτε ο,τιδήποτε άλλο. Το χρέος είναι της ολιγαρχίας και είναι χιλιοπληρωμένο από τον ιδρώτα και το αίμα του ελληνικού λαού, από τα λεγόμενα «δάνεια της ανεξαρτησίας» του 1821 μέχρι σήμερα. Εξάλλου, και μόνο η απειλή της διαγραφής του χρέους θα κλονίσει συθέμελα τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που φοβούνται αυτό το ενδεχόμενο και θα μας δώσει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο.
Υπάρχουν εξάλλου και ιστορικά προηγούμενα διαγραφής χρέους. Από τη Σοβιετική Ένωση μέχρι χώρες του τρίτου κόσμου που διέγραψαν το χρέος τους μετά τους νικηφόρους αγώνες των δεκαετιών 1960. Στη σύγχρονη περίοδο, η Νορβηγία έχει διαγράψει χρέη τριτοκοσμικών χωρών προς την ίδια, η Ρωσία διέγραψε μέρος του χρέους της, η Αργεντινή, το Εκουαδόρ. Πρόσφατα η Κούβα διέγραψε σημαντικό μέρος του χρέους της προς τη Ρωσία και προς το Μεξικό. Δεν είναι λοιπόν και τόσο αδύνατη και φοβερή η διαγραφή χρέους όπως προπαγανδίζουν διάφοροι, έμμισθοι συνήθως, των δανειστών.
2.Χρειάζεται παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με ατμομηχανή ένα εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα και το δημόσιο τομέα. Ο δημόσιος τομέας δεν είναι εξ ορισμού αντιπαραγωγικός. Είναι αντιπαραγωγικός όταν χρησιμοποιείται ως ιμάντας μεταβίβασης πλούτου προς το μεγάλο κεφάλαιο και όταν δουλεύει γραφειοκρατικά προκειμένου να εξυπηρετήσει τις πελατειακές σχέσεις και να αναπαράγει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Ένας εκδημοκρατισμένος δημόσιος τομέας που θα υπόκειται στον αυστηρό λαϊκό και εργατικό έλεγχο, που θα έχει απογαλακτιστεί από την πλουτοκρατία και τους πολιτικούς της πάτρωνες μπορεί να οδηγήσει σε μια φιλολαϊκή αναπτυξιακή πορεία με αναστήλωση των εργασιακών δικαιωμάτων.
3.Σε μια χώρα όπου υπάρχει μικροϊδιοκτησία είναι αναγκαία η κρατική στήριξη προς τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομεσαίους έτσι ώστε να αντέξουν την πίεση των μεγάλων συμφερόντων και να ενθαρρυνθούν σε συλλογικές, δημοκρατικές μορφές οργάνωσης και παραγωγής.
4.Τα παραπάνω όμως απαιτούν οπωσδήποτε ανυπακοή και απειθαρχία προς τις πολιτικές της ΕΕ. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική αναπτυξιακή πορεία αν δεν ακυρωθούν οι κατευθύνσεις όχι μόνο της τρόικας αλλά και της ΕΕ. Δεν μπορούν να καταργηθούν στην ουσία τους τα μνημόνια, αν δεν υπάρξει ρήξη με την ΕΕ. Η ίδια η πραγματικότητα μας οδηγεί τελικά στην έξοδο από αυτήν. Αυτά που λέγονται ότι θα καταργηθούν τα μνημόνια με ένα νόμο και ότι παράλληλα θα παραμείνουμε στην ΕΕ είναι αστειότητες ή υποκρισία.
5.Η χώρα μας μπορεί και πρέπει να αναπτύξει πολύπλευρες σχέσεις ισότιμης συνεργασίας. Μπορεί να συνεργαστεί και με χώρες της ΕΕ αλλά σε ισότιμη πλέον βάση. Έτσι, για παράδειγμα, έκανε η Βενεζουέλα όταν εθνικοποίησε το πετρέλαιο, έδιωξε τις πολυεθνικές των ΗΠΑ και στη συνέχεια συνεργάστηκε με ξένες εταιρείες σε ισότιμη βάση: ρωσικές, κινεζικές αλλά και αμερικανικές.
6.Για όλα αυτά βέβαια χρειάζεται εθνικός, δημοκρατικός παλλαϊκός σχεδιασμός που θα βασίζεται στην επιστημονική συζήτηση και σε επιστημονικά δεδομένα και θα έχει άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους. Απαιτείται, στο πλαίσιο αυτό, ανάπτυξη, αναδιοργάνωση και γενναία κρατική χρηματοδότηση της παιδείας και της έρευνας που μπορεί και πρέπει να γίνει κινητήριος μοχλός για την παραγωγική φιλολαϊκή ανασυγκρότηση. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει μακρόπνοος σχεδιασμός για την ανάπτυξη.

Αναπόφευκτη η σύγκρουση;
Πολλοί είναι αυτοί που θέτουν το ερώτημα: μα είναι υποχρεωτικό να έρθουμε σε ρήξη με την ΕΕ; Μήπως μπορεί να αλλάξει η ΕΕ, να υπάρξει ένα κύμα προοδευτικών και αριστερών κυβερνήσεων σε όλη την ΕΕ;
Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι συγκεκριμένη. Οι ιδρυτικές συνθήκες της ΕΟΚ και οι μετέπειτα της ΕΕ, ειδικά από το Μάαστριχτ και μετά δεν αφήνουν κανένα απολύτως περιθώριο. Δημιούργησαν μια σειρά μηχανισμούς που είναι βαθιά συνυφασμένοι με τις πολυεθνικές. Δημιούργησαν ένα μηχανισμό που αυξάνει την απόσταση ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες αλλά και την απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς στο εσωτερικό των των κρατών, τόσο των ισχυρών όσο και των μη ισχυρών. Τα στοιχεία και η πραγματικότητα βοούν.
Πίσω από την τυπική ισοτιμία των κρατών στα όργανα της ΕΕ υπήρχε πάντοτε η πραγματική ανισοτιμία και η επιβολή της θέλησης των ισχυρών. Ακόμη και η τυπική ισοτιμία δεν υπάρχει πλέον. Μετά τη συνθήκη της Νίκαιας και τις επόμενες μεταρρυθμίσεις έχει καμφθεί σε όφελος μιας θεσμικής ανισοτιμίας.
Μήπως όμως παρόλα αυτά υπάρξει ένα ντόμινο φιλολαϊκών εξελίξεων; Τα πορίσματα της κοινωνιολογίας, της πολιτικής και οικονομικής επιστήμης δεν συνηγορούν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Λειτουργεί ο νόμος της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης έτσι ώστε αποκλείεται να συμβούν φιλολαϊκές αλλαγές ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα σε όλη την ΕΕ. Μια πρόχειρη ματιά στην πρόσφατη και παλαιότερη ιστορία των κινημάτων των διαφόρων χωρών αρκεί για να πειστεί κανείς.
Αλλά και αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, πάλι δεν θα μπορούσε παρά να έρθει η ρήξη με την ΕΕ και τους αντιλαϊκούς μηχανισμούς της. Εξάλλου, η αλλαγή των συνθηκών απαιτεί ομοφωνία. Μια έστω κυβέρνηση να μην συμφωνήσει και δεν αλλάζουν. Είναι επομένως ουτοπικό και επικίνδυνο θα έλεγα να αναβάλλει κανείς τη ρήξη με την ΕΕ, να συνεχίσει να υποτάσσεται σε αυτήν με την προοπτική μιας αλλαγής της. Η ΕΕ είναι αντιδραστική, μηχανισμός των μονοπωλίων.

Λαϊκή ενότητα
Τι χρειαζόμαστε περισσότερο από καθετί άλλο στις μέρες μας; Λαϊκή ενότητα. Χρειαζόμαστε τη λαϊκή ενότητα για να αγωνιστούμε για την εθνική ανεξαρτησία, για να διώξουμε την τρόικα, για να αντιπαλέψουμε την εξάρτηση και την υποταγή στην ΕΕ και στις ΗΠΑ.
Το κίνημα ενάντια στην ΕΕ μπορεί και πρέπει να συμβάλλει στο άνοιγμα του δρόμου για ευρύτερες, πιο ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές. Όμως η συμφωνία σε τέτοιες αλλαγές δεν μπορεί να είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή στον αγώνα αυτό, ούτε ο αγώνας αυτός μπορεί να αναβάλλεται μέχρι να γίνει κάποια επαναστατική αλλαγή, η οποία, εξάλλου δεν μπορεί ποτέ να έρθει χωρίς την προετοιμασία του λαού μέσα από τους άμεσους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες. Διαφορετικά, ματαιώνεται και βαλτώνει κάθε προσπάθεια.

Ανακατατάξεις
Είναι αναγκαία η συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από τους άξονες που προδιαγράφηκαν: 1.διαγραφή του χρέους, 2.αντίθεση στην πολιτική κυβέρνησης, τρόικας, ΕΕ, έξοδος τελικά από την ΕΕ, 3.φιλολαϊκό αναπτυξιακό πρόγραμμα με βασικό μοχλό το δημόσιο τομέα, 4.ενίσχυση μικρομεσαίων, 5.ριζικός εκδημοκρατισμός του κρατικού μηχανισμού. Δεν αρκεί δηλαδή απλώς μια αντιμνημονιακή ρητορεία όπως του ΣΥΡΙΖΑ ή οποιουδήποτε άλλου.
Σήμερα βέβαια δεν έχουν ωριμάσει ακόμη οι συνθήκες για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου. Αύριο θα έχουμε σίγουρα ανακατατάξεις. Ζούμε μια μεταβατική περίοδο. Διαπιστώνουμε όλοι την έλλειψη και την ανάγκη του μετώπου. Έχουμε επομένως κάνει το μισό βήμα. Μένει να κάνουμε το υπόλοιπο.
Απαιτείται, με λίγα λόγια, ένα σύγχρονο ΕΑΜ. Βέβαια, τότε, το 1941, υπήρξε μια πολιτική πρωτοπορία, το ΚΚΕ, που ανέλαβε αυτή την πρωτοβουλία. Σήμερα δυστυχώς, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο. Η ηγεσία του ΚΚΕ, όχι μόνο δεν λαμβάνει τέτοιες πρωτοβουλίες αλλά αντίθετα, παρεμποδίζει συγκλίσεις, θέτει ως προϋπόθεση τη γενική συμφωνία.
Η ζωή και οι λαϊκές ανάγκες θα φέρουν ανακατατάξεις. Όποτε στην ιστορία η πολιτική πρωτοπορία δεν ανταποκρίθηκε στο ρόλο της, δημιουργήθηκε άλλη.

(*) Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι επ. καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση του συλλόγου Γ.ΚΟΡΔΑΤΟΣ που έγινε στην Ηλιούπολη στις 16/3/2014
Πηγή : 

to synoro blog

Επένδυση «Ελληνικό»: Τι δεν μας εξηγούν;

ελληνικό

Διογένης ο Κυνικός

Καλά ε; Τέτοια αποφασιστικότητα, τέτοια πυγμή από πλευράς κυβέρνησης και ΤΑΙΠΕΔ δεν έχουμε ματαδεί!!! Τον «στίψανε» τον όμιλο Λάτση… Τι έδωσες κύριε για το Ελληνικό; 430 εκατομμύρια ευρώ; Δεν μας κάνουν… Δώσε καλύτερη προσφορά και τάχιστα, γιατί αλλιώς… Και τι να κάνει και αυτός, άβγαλτος στην πιάτσα επιχειρηματίας είναι, χθεσινός δηλαδή και αμέσως υπέβαλε προσφορά για 915 εκατομμύρια ευρώ ήτοι αυξημένη από την προηγούμενη κατά 112,79% ή 485 εκατομμύρια!!! Αυτό πάει να πει πυγμή…


Αλλά η χαρά μας διαρκεί πολύ λίγο γιατί αρχίζουν τα εύλογα ερωτηματικά…
  • Πρώτον, ποιος κορόιδευε έναν λαό ολόκληρο διαδίδοντας ότι η αρχική προσφορά του ομίλου Λάτση ήταν για 430 εκατομμύρια ευρώ; Γιατί η ανακοίνωση του ΤΑΙΠΕΔ γράφει ότι η προσφορά είναι βελτιωμένη κατά 25%… Επομένως η αρχική προσφορά δεν ήταν 430 εκ. ευρώ…

  • Δεύτερον, τι δεν καταλαβαίνουμε από την καλοσύνη του ομίλου Λάτση να αναλάβει αυτός και τα έργα υποδομής που θα κόστιζαν 1,25 δισεκατομμύρια ευρώ; Δεν είναι λογικό τα έργα αυτά να είναι υποχρέωση του οποιουδήποτε επενδυτή; Ή στην Ελλάδα η κυβέρνηση ψάχνει για επενδυτές του τύπου, σας φτιάχνουμε και το έργο και ελάτε να το πάρετε; Θέλουν να μας τρελάνουν τελείως; Δεν τους φθάνουν όλα τα άλλα βασανιστήρια που κάνουν στον λαό αυτό;

  • Τρίτον, καλά τα 915 εκατομμύρια που προσέφερε ο όμιλος Λάτση αλλά η τιμή αυτή δεν συνεχίζει να είναι μικρότερη της αποτίμησης της κατώτατης εύλογης αξίας του Ελληνικού που τον Μάρτιο του 2013 ήταν 1,239 ΔΙΣ ευρώ; Ή της αντικειμενικής αξίας των 20 δις ευρώ; 

  • Τέταρτον, γιατί έφυγαν όλοι οι άλλοι επενδυτές που κατά διαστήματα είχαν εμφανιστεί; Για παράδειγμα οι Καταριανοί; Τι ζήτησαν και δεν τους δόθηκε; Και μήπως «αυτό» ή «αυτά» δόθηκαν εκ των υστέρων στον όμιλο Λάτση;

  • Πέμπτον, πως γίνεται στην Ελλάδα να γίνονται οι διαγωνισμοί με μία μόνο συμμετοχή; Πως γίνεται στην διαδρομή να εγκαταλείπουν όλοι; Έκτον, άραγε τις επενδύσεις θα τις κάνει ο όμιλος Λάτση ή απλά ο ρόλος του τελειώνει εδώ;
Ένα πράγμα Ελληνικός Χρυσός δηλαδή; Που αφού «καθάρισε» ο μεγαλοεκδότης με το δημόσιο και τις διαδικασίες, στα μεν δημόσια ταμεία πήγαν τα ψίχουλα ενώ στον ίδιο αργότερα… Τα δημοσιεύματα έγραφαν την εποχή εκείνη ότι το δημόσιο πούλησε τα μεταλλεία Κασσάνδρας για 11.000.000 €, άσχετο αν δεν τα πληρώθηκε ποτέ ή αναγκάστηκε να καταβάλλει και τις αποζημιώσεις των απολυθέντων υπαλλήλων των μεταλλείων… Βέβαια αργότερα οι κκ Μπόμπολα-Κούτρα-Τίμις πούλησαν το 95% των μεταλλείων στην εταιρεία EUROPEAN GOLDFIELDS για 328 εκατομμύρια $ ή περίπου 260 εκατομμύρια €!!! Καλή επένδυση όταν έχεις ξοδέψει για αυτή 11 εκατομμύρια ευρώ, που λέει ο λόγος…
Α! Παραλίγο να ξεχάσουμε και κάτι σημαντικό… Πολύ θα το ήθελαν αλλά δεν θα τους κάνουμε την χάρη… Πόσο είχε εκτιμηθεί η αξία των μεταλλείων; Με κάποια στοιχεία η αξία του μεταλλείου έφθανε τα 22 δισεκατομμύρια ευρώ!!!! Στα 20 δισεκατομμύρια η αντικειμενική αξία του Ελληνικού… Με λίγα λόγια πάλι καλά που δεν το έδωσε και το Ελληνικό η κυβέρνηση και το ΤΑΙΠΕΔ για 11.000.000 €!!! Με την λογική που επικρατεί…
Αλλά για ποια λογική μιλάμε… Τελικά στην χώρα μας δεν πρέπει να κυβερνούν αυτοί που φαίνεται ότι κυβερνούν… Αυτούς που ψηφίζει κάθε τόσο ο λαός και το πληρώνει κατά το χειρότερο τρόπο τώρα… Γιατί η επένδυση στο Ελληνικό δεν είναι η μοναδική περίπτωση των τρελών καταστάσεων που συμβαίνουν στην πατρίδα μας. Χθες φθάσαμε στο σημείο να μάθουμε και για το ομολογιακό δάνειο των 80.000.000 ευρώ που δόθηκε στην εταιρεία ΠΗΓΑΣΟΣ του κ. Μπόμπολα όταν όλες οι άλλες επιχειρήσεις ασφυκτιούν και κλείνουν γιατί οι Τράπεζες έχουν κλείσει τις στρόφιγγες… Αλλά χρήμα για τον κ. Μπόμπολα υπάρχει πάντοτε… Το είδαμε και στην περίπτωση του MEGA. Άλλα 98 εκατομμύρια ευρώ εκεί. Και τι υγιείς επιχειρήσεις που είναι…. Και ας μην ξεχνάμε ότι το χρήμα αυτό είναι από ανακεφαλοποιημένες με κρατικό χρήμα τράπεζες. Με χρήμα δηλαδή του Ελληνικού λαού. Με το αίμα του για την ακρίβεια!
Τελικά από ότι φαίνεται οι ολιγάρχες στην Ελλάδα είναι διαχρονικοί και αλλάζουν μόνον οι κυβερνήσεις… Για αυτό και δεν θα δούμε φως ποτέ… Εκτός και αν οι δικαστικές αρχές αποφασίσουν να ασχοληθούν με αυτούς μια και καλή… Και οι κυβερνήσεις μας ας μην ανησυχούν για την τύχη των επενδυτών τους… Θα έρθουν άλλοι στην Ελλάδα να επενδύσουν!!!
Διαβάστε Σχετικά:
: RAMNOUSIA
Πηγή : 

to synoro blog

Πρωταθλήτρια η Ελλάδα στο κόψιμο του κόστους εργασίας

Ζούπισμα_αδύναμων_σκίτσο_210811

Τη μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ κατέγραψε το ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα (-18,6%) από το 2008 ως το 2013, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat. Μάταια καθώς ο φαύλος κύκλος της κρίσης μοιάζει με βαρέλι δίχως πάτο στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» στις αγορές και της «βιωσιμότητας» του χρέους.

Φωτο: Στέλιος Στεφάνου Φωτο: Στέλιος Στεφάνου Σύμφωνα με τη Eurostat, μεταξύ 2008-2013, το ωριαίο κόστος εργασίας στο σύνολο της οικονομίας, εκπεφρασμένο σε ευρώ, αυξήθηκε κατά 10,2% στην ΕΕ των 28 και κατά 10,4% στην ευρωζώνη.
Εντός της ζώνης του ευρώ, οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στην Αυστρία (+18,9%), στη Σλοβακία (+17%) και στη Φινλανδία (+15,9%), ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (-18,6%, η μεγαλύτερη μείωση στην ευρωζώνη αλλά και στην ΕΕ των 28) και στην Πορτογαλία (-5,1%).
 Το 2013 το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην ΕΕ των 28 στο σύνολο της οικονομίας (εξαιρείται ο αγροτικός τομέας και η δημόσια διοίκηση) διαμορφώθηκε στα 23,7 ευρώ στην ΕΕ των 28 και στα 28,4 ευρώ στην ευρωζώνη.
Ωστόσο, καταγράφονται μεγάλες αποκλίσεις: το ωριαίο κόστος εργασίας στην ΕΕ κυμαίνεται από 3,7 ευρώ στη Βουλγαρία, 4,6 ευρώ στη Ρουμανία, 6,2 ευρώ στη Λιθουανία και 6,3 ευρώ στη Λετονία και φτάνει έως τα 40,1 ευρώ στη Σουηδία, 38,4 ευρώ στη Δανία, 38 ευρώ στο Βέλγιο, 35,7 ευρώ στο Λουξεμβούργο και 34,3 ευρώ στη Γαλλία.
Στην Ελλάδα το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας το 2008 ήταν 16,7 ευρώ, αυξήθηκε στα 17 ευρώ το 2009 και μειώθηκε στα 13,6 ευρώ το 2013.
Φωτογραφία: Στέλιος ΣτεφάνουΦωτογραφία: Στέλιος Στεφάνου Το υψηλότερο ωριαίο κόστος εργασίας σημειώνεται στον βιομηχανικό τομέα (24,6 ευρώ στην ΕΕ των 28, 31,0 ευρώ στην ευρωζώνη), στις υπηρεσίες (23,9 ευρώ και 28 ευρώ αντίστοιχα) και στις κατασκευές (21,0 ευρώ και 24,5 ευρώ).
Η Eurostat σημειώνει ότι το κόστος εργασίας αποτελείται από τους μισθούς και το μη μισθολογικό κόστος, όπως οι εισφορές των εργοδοτών. Το μερίδιο του μη μισθολογικού κόστους στο σύνολο της οικονομίας ήταν 23,7% στην ΕΕ των 28 και 25,9% στη ζώνη του ευρώ και κυμαίνεται μεταξύ 8,0% στη Μάλτα και 33,3% στη Σουηδία. Στην Ελλάδα το μερίδιο του μη μισθολογικού κόστους ήταν 19,1%.
: εφημερίδα Ελευθεροτυπία
Πηγή : 

to synoro blog

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...