13 Ιουλ 2012

Δημήτρης Καταλειφός: ''Το θέατρο είναι είδος πρώτης ανάγκης'



Γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα, με καταγωγή από τη Σέριφο και τη Σμύρνη. Σπούδασε Νομικά και στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη από την οποία και αποφοίτησε το 1975. Έχει συνεργαστεί με διάφορους θιάσους και σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων, o Αντώνης Αντύπας («Απλό Θέατρο»)[1] και ο Σπύρος Ευαγγελάτος («Αμφι-Θέατρο»).

 Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της εταιρίας θεάτρου «Η Σκηνή» και του θεάτρου «Εμπρός» ( θεατρικός οργανισμός «Μορφές» ) στου Ψυρρή, (το οποίο με τη λειτουργία του συνέβαλε στην αναμόρφωση της γύρω περιοχής). Και οι δύο αυτές ομάδες υπήρξαν από τους σημαντικότερους θεατρικούς πυρήνες της εποχής τους. Διαλύθηκαν τη δεκαετία του '80 και το 2000 αντίστοιχα.

 Παράλληλα, σκηνοθετεί στο θέατρο από το 1998 (Ο Δον Ζουάν έρχεται από τον πόλεμο, Θέατρο «Εμπρός») και διδάσκει χρόνια σε σχολές, μεταξύ των οποίων η Δραματική σχολή του «Εμπρός» (του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος), του «Εθνικού Θεάτρου» του «Ωδείο Αθηνών» και του «Πανεπιστήμιο Πατρών».

 Στον κινηματογράφο, σημαντικές εμφανίσεις του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, «Τα Πέτρινα Χρόνια» (1985) του Παντελή Βούλγαρη και ο «Θεόφιλος» (1987) του Λάκη Παπαστάθη -για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Α' ανδρικού ρόλου στο «Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης»-. Στο θέατρο, για τη διετία 2002-2004 («Ο ξεριζωμός», «Τρία βήματα πριν»), τιμήθηκε με το Α΄ έπαθλο Αιμίλιος Βεάκης. 

Για την ερμηνεία του ως Χιού Ο'Ντόνελ στο έργο «Ο ξεριζωμός» (2003) με το Β΄ βραβείο ανδρικού ρόλου, για τον Πάστορα Μάντερς στους «Βρικόλακες με το Α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου, και για τον «Επιστάτη» (2010-11) με το Α΄ βραβείο ανδρικού ρόλου, του περιοδικού «Αθηνόραμα». Σημαντικότερες εμφανίσεις του στην τηλεόραση υπήρξαν το «Μινόρε της αυγής» (1983-4) του Φώτη Μεσθεναίου και το «10» της Πηγής Δημητρακοπούλου, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Α' ανδρικού ρόλου, «Πρόσωπα 2008» Ημερομηνία: 02.04.2012 | 11:20 Δημήτρης Καταλειφός:

''Το θέατρο είναι είδος πρώτης ανάγκης'' Ο Δημήτρης Καταλειφός, μαγικός «Ονειροπόλος» της Οδού Κεφαλληνίας Της Σαντρας Βουλγαρη «Ονειροπόλος είναι αυτός που επιδιώκει πράγματα ακατόρθωτα, που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του την πραγματικότητα και δεν δεσμεύεται απ’ αυτήν. Μια καλοκαιριάτικη λευκή νύχτα, ο Ονειροπόλος συναντάει τη Νάστενκα. Μαζί δραπετεύουν από την πεζή πραγματικότητα που τους περιβάλλει, σ’ έναν κόσμο παραμυθένιο, που θα τους εξασφαλίσει τουλάχιστον μία αληθινή στιγμή ευτυχίας».

Πριν από δύο εβδομάδες άρχισαν οι παραστάσεις του έργου «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας και από τις πρώτες κιόλας ημέρες έγινε το αδιαχώρητο. Ο Δημήτρης Καταλειφός, παρακινημένος από την επιθυμία δύο νέων ηθοποιών, επέστρεψε στην αγάπη της εφηβείας του, τον Ντοστογιέφσκι και ανέβασε τις «Λευκές νύχτες». 

Ο ρομαντισμός στο μεγαλείο του. Το αθηναϊκό κοινό, ενθουσιασμένο. «Φαίνεται ότι τελικά ο Ντοστογιέφσκι αρέσει...», μου λέει o Δ. Καταλειφός όταν του περιγράφω την εμπειρία μου. Τρίτη βράδυ, δέκα λεπτά πριν από την έναρξη της παράστασης, ένας χαμός στην ουρά του ταμείου. Μια παρέα νέων αντιμετωπίζει το δίλημμα του εάν θα πληρώσουν για να καθίσουν στα σκαλάκια, επειδή μόνον εκεί υπάρχει θέση. Τελικά δέχονται.

 Το θέατρο ασφυκτικά γεμάτο με θεατές που κυριολεκτικά «ρουφούν» τα λόγια του Ονειροπόλου (Στάθη Μαντζώρου) και της Νάστενκα (Λουκίας Μιχαλοπούλου). Μετά τη μιάμιση ώρα χωρίς διάλειμμα, που διαρκεί η παράσταση, οι θεατές ξεσπούν σε θερμό χειροκρότημα. Δύο νέοι που μιλούν για τον έρωτα και την αγάπη, ένας Ονειροπόλος που αναπόφευκτα πληγώνεται, όμως στέκει δυνατός, γεμάτος θάρρος. 

Ο Δημήτρης Καταλειφός, από τους πιο σημαντικούς και αγαπητούς ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, ο οποίος έχει υπάρξει μέσα από τη δική του πορεία γνήσιος Ονειροπόλος, δοκιμάζει για ακόμη μία φορά τις δυνάμεις του στη σκηνοθεσία. Την ίδια περίοδο που μαζί με τη Ράνια Οικονομίδου και την Αννα Κοκκίνου συν-σκηνοθετεί και παίζει στο έργο «Ρίττερ, Ντένε, Φος» του Τόμας Μπέρνχαρντ στο θέατρο Σφενδόνη, ο Δ. Καταλειφός βρήκε λίγο χρόνο για να μας μιλήσει. –

 Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι; 

– Δεν το επέλεξα εγώ το συγκεκριμένο έργο. Οι δύο ηθοποιοί, ο Στάθης Μαντζώρος και η Λουκία Μιχαλοπούλου, με τους οποίους έχω συνεργαστεί στο παρελθόν, ήθελαν να το κάνουν, εκείνοι με πλησίασαν. Πρόκειται για παιδιά «παλαιάς κοπής», με αληθινή αγάπη γι’ αυτό που κάνουν. Ηταν απόλυτα δοσμένοι στις πρόβες· η συνεργασία μας ήταν εξαιρετική. 

Η δική τους επιθυμία αλλά και η αγάπη που είχα στον Ντοστογιέφσκι όταν ήμουν έφηβος, όπως και το ίδιο το έργο, νεανική νουβέλα του συγγραφέα, άγγιξαν τη νοσταλγία μου για τη νεότητα και με παρέσυραν.

 Ο «τύπος» 

 – Ο Ονειροπόλος τι εκφράζει κατά τη γνώμη σας; Θα μπορούσε να έχει κάποια θέση στην εποχή μας; – Ο Ονειροπόλος ως χαρακτήρας του έργου έχει πάρει πολλά στοιχεία από τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι στη νεανική του περίοδο. Ηταν και αυτός ονειροπόλος και ανήκε στην κατηγορία πολλών νέων της εποχής που ζούσαν αποκομμένοι από την πραγματικότητα. 

Σε επόμενα έργα του τους σχολιάζει με μια δόση ειρωνείας, όπως και στις «Λευκές νύχτες», όπου αναφέρει τον Ονειροπόλο ως «τύπο». Προσωπικά θα πρόσθετα δίπλα στον ονειροπόλο τη λέξη οραματιστής, αυτός είναι για μένα ο ονειροπόλος: ένας μελαγχολικός όμως ενεργητικός χαρακτήρας που ζει σαν όνειρο την πραγματικότητα και επιθυμεί πράγματα ιδανικά. 

Ολοι οι καλλιτέχνες είναι ονειροπόλοι και ξεκόβουν από την πραγματικότητα, γι’ αυτό και στο έργο ο Ντοστογιέφσκι αναφέρεται στον Ονειροπόλο ως καλλιτέχνη της ζωής. Στη δύσκολη εποχή μας, φυσικά, υπάρχουν ονειροπόλοι, άνθρωποι που είναι αλλού, αλλιώς, δεν γίνεται να μην υπάρξουν. Γι’ αυτό πάμε θέατρο ή διαβάζουμε βιβλία. Για να ονειρευτούμε. Ο «άλλος» αυτός κόσμος είναι σε όλους απαραίτητος, απλώς ο καθένας έχει διαφορετικά ποσοστά του ονειροπόλου μέσα του. 

 Το «Εμπρός» ζωντάνεψε

 – Για την ανοιχτή κατάληψη στο θέατρο Εμπρός, του οποίου υπήρξατε ιδρυτικό μέλος, τι έχετε να πείτε; – Από τη μία, είναι ευχάριστο που το «Εμπρός» ζωντάνεψε από νέα παιδιά, απ’ την άλλη, είναι σκληρή η αδιαφορία της Πολιτείας σε ό,τι έχει να κάνει με το παρελθόν. Το «Εμπρός» είχε ρημάξει για χρόνια και χαίρομαι για ό,τι γίνεται εκεί τώρα, όμως δεν γίνεται όλα να είναι χειροποίητα. – Και για την αναστολή λειτουργίας του Απλού Θεάτρου, με το οποίο συνεργαστήκατε για πολλά χρόνια; – Εχω στενοχωρηθεί πολύ με το Απλό Θέατρο. 

Στα δέκα χρόνια συνεργασίας μου με τον Αντώνη Αντύπα, πέρα από το καλλιτεχνικό του έργο, θα έλεγα ότι ήταν ο καλύτερος εργοδότης που είχα ποτέ. Είναι πολύ λυπηρό ένα θέατρο που πρόσφερε τέτοιο έργο να κλείνει. Ο κίνδυνος είναι ορατός και μεγάλος. 

Επιπλέον, το θέατρο δεν μπορεί να ανεβάζει συνεχώς μονολόγους, έργα για δύο άτομα η χωρίς σκηνικά, αυτό μπορεί να γίνει μίζερο. Το θέατρο θα πρέπει να ανεβαίνει όπως πρέπει, γιατί το θέατρο δεν είναι είδος πολυτελείας αλλά είδος πρώτης ανάγκης. Οι Ελληνες αγαπούν το θέατρο και τα τελευταία είκοσι χρόνια αυτό ανθούσε και ανθεί. Γιατί να το στερηθούμε; γιατί να σταματήσει; 

Λουκέτα και ανεργία

 – Ενα σχόλιό σας για το θεατρικό τοπίο στη χώρα μας αυτή την περίοδο. – Η κατάσταση που ζούμε στην Ελλάδα είναι δύσκολη. Με παρηγορεί ότι ο κόσμος στηρίζει το θέατρο και ότι αυτά από την πλευρά τους μειώνουν τις τιμές των εισιτηρίων. Σαν να υπάρχει μια μυστική συνεννόηση μεταξύ των θεάτρων και του κοινού. Πιστεύω πάντως ότι θα είναι καταστροφικό για τον πολιτισμό εάν κλείσουν οι δέκα με δεκαπέντε περιφερειακές, μικρές σκηνές της Αθήνας, θέατρα με ένα ρεπερτόριο καλό που όμως δεν τους εξασφάλιζε εμπορική επιτυχία, τα οποία άντεξαν λόγω των επιχορηγήσεων που τα ενίσχυαν. Φοβάμαι πως αν συνεχιστεί η κατάσταση, μετά το Θέατρο της Ανοιξης, το θέατρο του Μιχαηλίδη, του Ευαγγελάτου, το Απλό, η Β΄ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας θα κλείσουν το ένα μετά το άλλο. Δεν μπορεί το ελληνικό θέατρο να μείνει στο Εθνικό και στα θέατρα του κέντρου με έργα πιο ψυχαγωγικά. 

Υπάρχει μια δυναμική που αν παύσει η τέχνη του θεάτρου θα εξασθενήσει. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος οι επιχορηγήσεις να εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Υστερα είναι το θέμα της ανεργίας, πολύ σημαντικό. Το έργο «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, στις 9 μ.μ. Η μετάφραση του έργου είναι του Αρη Αλεξάνδρου, τα σκηνικά και κοστούμια της Εύας Μανιδάκη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η μουσική του Σταύρου  Γασπαράτου

  Ποιός φοβάται τήν  Βιρτζίνια Γούλφ


 www.kathimerini.com

 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...